πρεγνανδιόλη

πρεγνανδιόλη
η, Ν
(βιοχ.) μεταβολίτης τής προγεστερόνης, τής οποίας αποτελεί το κύριο προϊόν απέκκρισης από τα ούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pregnanediol < pregnane (< pregnant «έγκυος» + -ane) + -diol].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”